vanilla$89525$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

vanilla$89525$ - translation to ελληνικό

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Vanilla (Single); Vanilla (Song); Vanilla orchid; Vanilla (Orchid); Vanilla (song); Vanilla (orchid); Vanilla (plant); Vanilla Orchid

vanilla      
n. βανίλλη, βανίλια
white chocolate         
  • 1936 ad for Milkybar
CONFECTION BASED ON COCOA BUTTER EXTRACTED FROM CACAO
White Chocolate; White pastelle; Vanilla chocolate
λευκές σοκολάτες
ice cream         
  • [[Agnes Marshall]], "queen of ices", instrumental in making ice-cream fashionable
  • An ice cream factory in Los Angeles
  • Title page to ''The Art of Cookery'' by [[Hannah Glasse]]
  • [[Black sesame]] soft ice cream, Japan
  • Chicago]] surround an ice cream vendor in 1909.
  • A bowl of [[Dippin' Dots]] Rainbow Ice ice cream
  • [[Ice cream van]] vendor delivery
  • A Boku Europa [[ice cream maker]] in [[Aachen]], [[Germany]]
  • lime]] juice and sometimes ground [[pistachio]]s.
  • A [[green tea ice cream]] cone
  • Ice cream sandwich
  • A bicycle-based ice cream street vendor in [[Indonesia]]
  • Italian ice cream, ''[[gelato]]'' in [[Rome]], [[Italy]].
  • Noblewomen eating ice cream in a French caricature, 1801
  • Magnum]] ice cream bar
  • matka pot]] from India.
  • Selection of ice cream flavors available at an ice cream shop in [[Fruitland Park, Florida]]
  • [[Soft serve]] ice cream was invented in the [[United States]].
FROZEN DESSERT
Ice-cream; Ice creams; Iced cream; Ice Cream; IceCream; Iced Cream; Ice creme; Iced creme; Icecream; Frozen Cow Juice; 🍨; History of ice cream; Liquid nitrogen ice cream; Butterscotch vanilla; Cream ice; Frozen dairy dessert; Vegan ice cream
παγωτό

Ορισμός

vanilla
¦ noun
1. a substance obtained from vanilla pods or produced artificially and used to flavour sweet foods or to impart a fragrant scent to cosmetic preparations.
2. a tropical climbing orchid with fragrant flowers and long pod-like fruit. [Vanilla planifolia and related species.]
¦ adjective informal having no special features.
Origin
C17: from Sp. vainilla 'pod', dimin. of vaina 'sheath, pod', from L. vagina 'sheath'.

Βικιπαίδεια

Vanilla (disambiguation)

Vanilla is a flavoring.

Vanilla may also refer to: